- χιοειδής
- -ές, ΝΜΑαυτός που έχει το σχήμα τού γράμματος Χ, σταυροειδής.επίρρ...χιοειδῶς Μκατά χιοειδή τρόπο, σταυροειδώς («συναπτόμενα ἀλλήλοις χιοειδῶς», Λέων. Φιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖ/χῖ + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.